χρονομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronométrique < chronomètre < αρχαία ελληνική χρόνος + μέτρον
Επίθετο[επεξεργασία]
χρονομετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την χρονομετρία ή τη χρονομέτρηση ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις χρονόμετρο, χρόνος και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονομετρικός