ψυχοδραστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοδραστικός η ψυχοδραστική το ψυχοδραστικό
      γενική του ψυχοδραστικού της ψυχοδραστικής του ψυχοδραστικού
    αιτιατική τον ψυχοδραστικό την ψυχοδραστική το ψυχοδραστικό
     κλητική ψυχοδραστικέ ψυχοδραστική ψυχοδραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοδραστικοί οι ψυχοδραστικές τα ψυχοδραστικά
      γενική των ψυχοδραστικών των ψυχοδραστικών των ψυχοδραστικών
    αιτιατική τους ψυχοδραστικούς τις ψυχοδραστικές τα ψυχοδραστικά
     κλητική ψυχοδραστικοί ψυχοδραστικές ψυχοδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοδραστικός < ψυχή + -ο- + δραστικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.xo.ðɾa.stiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχοδραστικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]