ωκεανοπόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωκεανοπόρος η ωκεανοπόρα
ωκεανοπόρος
το ωκεανοπόρο
      γενική του ωκεανοπόρου της ωκεανοπόρας
ωκεανοπόρου
του ωκεανοπόρου
    αιτιατική τον ωκεανοπόρο την ωκεανοπόρα
ωκεανοπόρο
το ωκεανοπόρο
     κλητική ωκεανοπόρε ωκεανοπόρα
ωκεανοπόρε
ωκεανοπόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωκεανοπόροι οι ωκεανοπόρες
ωκεανοπόροι
τα ωκεανοπόρα
      γενική των ωκεανοπόρων των ωκεανοπόρων των ωκεανοπόρων
    αιτιατική τους ωκεανοπόρους τις ωκεανοπόρες
ωκεανοπόρους
τα ωκεανοπόρα
     κλητική ωκεανοπόροι ωκεανοπόρες
ωκεανοπόροι
ωκεανοπόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωκεανοπόρος < ωκεανός + -ο- + -πόρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ke.a.noˈpo.ros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐κε‐α‐νο‐πό‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ωκεανοπόρος, -α / -ος, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • ὠκεανοπόρος

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ωκεανοπόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ωκεανοπόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]