ἕκηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἕκηλος τὸ ἕκηλον
      γενική τοῦ/τῆς ἑκήλου τοῦ ἑκήλου
      δοτική τῷ/τῇ ἑκήλ τῷ ἑκήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἕκηλον τὸ ἕκηλον
     κλητική ! ἕκηλε ἕκηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἕκηλοι τὰ ἕκηλ
      γενική τῶν ἑκήλων τῶν ἑκήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑκήλοις τοῖς ἑκήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑκήλους τὰ ἕκηλ
     κλητική ! ἕκηλοι ἕκηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑκήλω τὼ ἑκήλω
      γεν-δοτ τοῖν ἑκήλοιν τοῖν ἑκήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἕκηλος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἕκηλος, -ος, -ον

  1. ήσυχος, που βρίσκεται σε ηρεμία, σε γαλήνη
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
  2. ανεμπόδιστος
  3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
  4. (για δέντρα) ακίνητος, ασάλευτος
  5. (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) (ἕκηλα) ήσυχα, ήρεμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]