ὑγειονοσταθμάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑγειονοσταθμάρχης | οἱ | ὑγειονοσταθμάρχαι | ||||
γενική | τοῦ | ὑγειονοσταθμάρχου | τῶν | ὑγειονοσταθμαρχῶν | ||||
δοτική | τῷ | ὑγειονοσταθμάρχῃ | τοῖς | ὑγειονοσταθμάρχαις | ||||
αιτιατική | τὸν | ὑγειονοσταθμάρχην | τοὺς | ὑγειονοσταθμάρχας | ||||
κλητική ὦ! | ὑγειονοσταθμάρχα | ὑγειονοσταθμάρχαι | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὑγειονοσταθμάρχης < *ὑγειονο(μο)σταθμάρχης με απλολογία < ὑγειονόμος + σταθμάρχης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʝi.o.no.staˈθmaɾ.çis/
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐γει‐ο‐νο‐στα‐θμάρ‐χης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑγειονοσταθμάρχης αρσενικό
- ('καθαρεύουσα', επάγγελμα) ο διευθυντής ενός υγειονομικού σταθμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
και στη κοινή νεοελληνική → δείτε τις λέξεις υγειονόμος, σταθμάρχης και σταθμός