macula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- macula < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
macula θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | macula | maculae |
γενική | maculae | maculārum |
δοτική | maculae | maculīs |
αιτιατική | maculam | maculās |
κλητική | macula | maculae |
αφαιρετική | maculā | maculīs |