tenor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ténor

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tenor (en)

  1. γενική ιδέα, νόημα (ομιλίας, επιστολής)
  2. γενική κατεύθυνση, πορεία (γεγονότων, της ζωής)
  3. (μουσική)
    1. τενόρος, οξύφωνος (τραγουδιστής ή ομάδα τραγουδιστών στη χορωδία)
    2. (θεωρία μουσικής) τενόρος (φωνή σε πολυφωνική μουσική)
      συντομογραφία: Τ (βλέπε SATB)
  4. (οικονομία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  5. (νομικός όρος) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  6. (γλωσσολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  7. (μεταφορικά) κλίμα, ατμόσφαιρα (μεταφορικά, όχι μετεωρολογικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Επίθετο[επεξεργασία]

tenor (en)

  1. (μουσική)
    1. οξύφωνος, με την έκταση ή τις ιδιότητες του τενόρου
      he has a beautiful tenor voice: (αυτός) έχει μια ωραία φωνή τενόρου
      this is a tenor instrument: αυτό είναι ένα οξύφωνο (τενόρο) όργανο
    2. για ποικιλία οργάνου που καλύπτει την έκταση του τενόρου σε αντιδιαστολή με άλλα της ίδιας οικογένειας
      tenor saxophone, alto saxophone: τενόρο σαξόφωνο, άλτο σαξόφωνο

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tenor < teneo + -or < tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tenor αρσενικό

  1. συνεχής κίνηση
  2. φορά
  3. συνέχεια
  4. διάρκεια
  5. ενδελέχεια

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική tenor tenorēs
γενική tenoris tenorum
δοτική tenorī tenoribus
αιτιατική tenorem tenorēs
κλητική tenor tenorēs
αφαιρετική tenore tenoribus
(γ' κλίση)

Παράγωγα σε άλλες γλώσσες[επεξεργασία]