Ώξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ώξος | ||
γενική | του | Ώξου | ||
αιτιατική | τον | Ώξο | ||
κλητική | Ώξε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ώξος < αρχαία ελληνική Ὦξος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ώ‐ξος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ώξος αρσενικό, μόνο στον ενικό
- μεγάλος ποταμός της Ασίας στα σύνορα του Ουζμπεκιστάν με το Τουρκμενιστάν, ο Αμού Ντάρια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)