Αγκολέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.goˈle.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γκο‐λέ‐ζος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Αγκολέζος αρσενικό (θηλυκό Αγκολέζα)
- (εθνικό όνομα) άλλη μορφή του Ανγκολέζος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αγκολέζος
→ δείτε τη λέξη Ανγκολέζος |