Ακόντιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακόντιο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Ακόντιο
      γενική του Ακόντιου
Ακοντίου
    αιτιατική το Ακόντιο
     κλητική Ακόντιο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ακόντιο < ελληνιστική κοινή Ἀκόντιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈkon.di.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐κό‐ντι‐ο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ακόντιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. βουνό της Βοιωτίας
  2. χωριό της Βοιωτίας
     συνώνυμα: Βιδβάρδι, Μπισμπάρδι (πρώην ονομασία)
  3. εγκαταλελειμμένος οικισμός του νομού Καστοριάς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]