Ανάληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανάληψη | οι | Αναλήψεις |
γενική | της | Ανάληψης* | των | Αναλήψεων |
αιτιατική | την | Ανάληψη | τις | Αναλήψεις |
κλητική | Ανάληψη | Αναλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αναλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ανάληψη < Ἀνάληψις ((καθαρεύουσα), παλαιότερη ονομασία) / ανάληψη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ανάληψη θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Ανάληψη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)