Ατταλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ατταλιώτισσα < Ατταλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.taˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ατ‐τα‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ατταλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ατταλιώτης
- προσωνυμία εικόνας της Παναγίας από τη Μικρά Ασία, που βρίσκεται σε ναό του Ταύρου της Αττικής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Αττάλεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ατταλιώτισσα
|