Αυλωνίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αυλωνίτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυλωνίτισσα οι Αυλωνίτισσες
      γενική της Αυλωνίτισσας των Αυλωνιτισσών
    αιτιατική την Αυλωνίτισσα τις Αυλωνίτισσες
     κλητική Αυλωνίτισσα Αυλωνίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αυλωνίτισσα < Αυλωνίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vloˈni.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐λω‐νί‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αυλωνίτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αυλωνίτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε εκκλησία στη Χίο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αυλωνίτης