Αἰγιαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰγιαλί αἱ Αἰγιαλίαι
      γενική τῆς Αἰγιαλίᾱς τῶν Αἰγιαλιῶν
      δοτική τῇ Αἰγιαλί ταῖς Αἰγιαλίαις
    αιτιατική τὴν Αἰγιαλίᾱν τὰς Αἰγιαλίᾱς
     κλητική ! Αἰγιαλί Αἰγιαλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰγιαλί
γεν-δοτ τοῖν  Αἰγιαλίαιν
Συνήθως στον ενικό
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αἰγιαλία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αἰγιαλία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη Αἰγιαλεύς

Πηγές[επεξεργασία]