Αἷμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αίμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἷμος
      γενική τοῦ Αἵμου
      δοτική τῷ Αἵμ
    αιτιατική τὸν Αἷμον
     κλητική ! Αἷμε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αἷμος < θρακική *Saiman[1] (κορυφογραμμή, αλυσίδα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂i-men- (δένω, σχοινί)[2]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αἷμος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]