Βιεννέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βιεννέζος αρσενικό (θηλυκό Βιεννέζα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που ζει ή κατάγεται από τη Βιέννη