Βλαχέρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βλαχέρνα | οι | Βλαχέρνες |
γενική | της | Βλαχέρνας | — | |
αιτιατική | τη | Βλαχέρνα | τις | Βλαχέρνες |
κλητική | Βλαχέρνα | Βλαχέρνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βλαχέρνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vlaˈçeɾ.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλα‐χέρ‐να
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βλαχέρνα θηλυκό
- προσωνυμία της Παναγίας
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)