Γιαννιτσά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Γιαννιτσά | ||
γενική | των | Γιαννιτσών | ||
αιτιατική | τα | Γιαννιτσά | ||
κλητική | Γιαννιτσά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γιαννιτσά < τουρκική Yenice (με παρετυμολόγηση από τη λέξη Γιάννης) < yenice < yeni < οθωμανική τουρκική یڭی (yeñi) (νέος) < πρωτοτουρκική *yaŋï / *yeŋi (νέος)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γιαννιτσά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Γιαννιτσιώτης / Γιανιτσιώτης
- γιαννιτσιώτικα / γιανιτσιώτικα
- γιαννιτσιώτικος / γιανιτσιώτικος
- Γιαννιτσιώτισσα / Γιανιτσιώτισσα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Γιαννιτσά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γιαννιτσά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)