Δίρφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δίρφη | ||
γενική | της | Δίρφης | ||
αιτιατική | τη | Δίρφη | ||
κλητική | Δίρφη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δίρφη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Δίρφ(υς) + -η
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðiɾ.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δίρ‐φη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δίρφη θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Δίρφυς, της Δίρφυος (αρχαία ελληνικά, λόγιο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Δίρφη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)