Δαδιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δαδιώτισσα < Δαδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðaˈðʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐διώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δαδιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Δαδιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δαδιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Δαδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δαδιώτης
Δαδιώτισσα
|