Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δερβισάδες

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: δερβισάδες

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Δερβισάδες
      γενική των Δερβισάδων
    αιτιατική τους Δερβισάδες
     κλητική Δερβισάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δερβισάδες < δερβισάδες < πληθυντικός αριθμός του δερβίσης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðeɾ.viˈsa.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δερβισάδες

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δερβισάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΦΕΚ 294 Α, 28 Αυγούστου 1915