Δερμάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δερμάτι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δερμάτι τα Δερμάτια
      γενική του Δερματίου των Δερματίων
    αιτιατική το Δερμάτι τα Δερμάτια
     κλητική Δερμάτι Δερμάτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δερμάτι < δερμάτι[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðeɾˈma.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δερ‐μά‐τι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δερμάτι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]