Δουλτζινέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δουλτζινέα οι Δουλτζινέες
      γενική της Δουλτζινέας
    αιτιατική τη Δουλτζινέα τις Δουλτζινέες
     κλητική Δουλτζινέα Δουλτζινέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δουλτζινέα < ισπανική Dulcinea

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Δουλτζινέα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

[1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Πόλις, 2007, σελ. 92