Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δραγονέρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Δραγωνέρα

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δραγονέρα οι Δραγονέρες
      γενική της Δραγονέρας
    αιτιατική τη Δραγονέρα τις Δραγονέρες
     κλητική Δραγονέρα Δραγονέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δραγονέρα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðɾa.ɣoˈne.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δραγονέρα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δραγονέρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Καταγραφή και Αξιολόγηση του Φυσικού Περιβάλλοντος Κυθήρων και Αντικυθήρων, Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο, Φεβρουάριος 2018, σελ. 67)