μάθημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'όνομα'}} |
{{el-κλίσ-'όνομα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[μάθημα]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 15:31, 31 Ιουλίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μάθημα < αρχαία ελληνική μάθημα
Ουσιαστικό
μάθημα ουδέτερο
- γνωστικό αντικείμενο που διδάσκεται σε σχολείο ή πανεπιστήμιο
- πήρα άριστα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών
- ενότητα ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
- στο πρώτο μάθημα των αρχαίων ελληνικών διδαχτήκαμε τους κανόνες τονισμού
- η διδασκαλία και παρακολούθηση ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
- πρέπει να φύγω, γιατί σε λίγο έχω μάθημα
- εμπειρία που αποκτιέται από ένα, συνήθως οδυνηρό, περιστατικό της ζωής
- με ξεγέλασαν, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα και άλλη φορά θα είμαι προσεκτικότερος στην επιλογή των φίλων μου