εξαϋλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές |
|||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[εξαϋλώνομαι]]) |
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[εξαϋλώνομαι]]) |
||
#[[μετατρέπω]] κάτι σε [[άυλος|άυλο]], [[αφαιρώ]] την [[υλικότητα]] |
# [[μετατρέπω]] κάτι σε [[άυλος|άυλο]], [[αφαιρώ]] την [[υλικότητα]] |
||
#{{φυσ}} [[μετατρέπω]] την [[ύλη]] σε [[ενέργεια]] |
# {{φυσ}} [[μετατρέπω]] την [[ύλη]] σε [[ενέργεια]] |
||
#{{μτφρ}} [[αφαιρώ]], [[εξαφανίζω]] |
# {{μτφρ}} [[αφαιρώ]], [[εξαφανίζω]] |
||
#{{μτφρ}} [[εξιδανικεύω]] |
# {{μτφρ}} [[εξιδανικεύω]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[εξαΰλωση]] |
* [[εξαΰλωση]] |
||
*{{βλ|εξ|ύλη}} |
* {{βλ|εξ|ύλη}} |
||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 01:05, 22 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινή) ἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη
Ρήμα
εξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)
- μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
- Πρότυπο:φυσ μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
- (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
- (μεταφορικά) εξιδανικεύω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαϋλώνω | εξαΰλωνα | θα εξαϋλώνω | να εξαϋλώνω | εξαϋλώνοντας | |
β' ενικ. | εξαϋλώνεις | εξαΰλωνες | θα εξαϋλώνεις | να εξαϋλώνεις | εξαΰλωνε | |
γ' ενικ. | εξαϋλώνει | εξαΰλωνε | θα εξαϋλώνει | να εξαϋλώνει | ||
α' πληθ. | εξαϋλώνουμε | εξαϋλώναμε | θα εξαϋλώνουμε | να εξαϋλώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαϋλώνετε | εξαϋλώνατε | θα εξαϋλώνετε | να εξαϋλώνετε | εξαϋλώνετε | |
γ' πληθ. | εξαϋλώνουν(ε) | εξαΰλωναν εξαϋλώναν(ε) |
θα εξαϋλώνουν(ε) | να εξαϋλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαΰλωσα | θα εξαϋλώσω | να εξαϋλώσω | εξαϋλώσει | ||
β' ενικ. | εξαΰλωσες | θα εξαϋλώσεις | να εξαϋλώσεις | εξαΰλωσε | ||
γ' ενικ. | εξαΰλωσε | θα εξαϋλώσει | να εξαϋλώσει | |||
α' πληθ. | εξαϋλώσαμε | θα εξαϋλώσουμε | να εξαϋλώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαϋλώσατε | θα εξαϋλώσετε | να εξαϋλώσετε | εξαϋλώστε | ||
γ' πληθ. | εξαΰλωσαν εξαϋλώσαν(ε) |
θα εξαϋλώσουν(ε) | να εξαϋλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαϋλώσει | είχα εξαϋλώσει | θα έχω εξαϋλώσει | να έχω εξαϋλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαϋλώσει | είχες εξαϋλώσει | θα έχεις εξαϋλώσει | να έχεις εξαϋλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαϋλώσει | είχε εξαϋλώσει | θα έχει εξαϋλώσει | να έχει εξαϋλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαϋλώσει | είχαμε εξαϋλώσει | θα έχουμε εξαϋλώσει | να έχουμε εξαϋλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαϋλώσει | είχατε εξαϋλώσει | θα έχετε εξαϋλώσει | να έχετε εξαϋλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαϋλώσει | είχαν εξαϋλώσει | θα έχουν εξαϋλώσει | να έχουν εξαϋλώσει |
|
Μεταφράσεις
εξαϋλώνω