Θύμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θύμη | οι | Θύμες |
γενική | της | Θύμης | των | Θυμών |
αιτιατική | τη | Θύμη | τις | Θύμες |
κλητική | Θύμη | Θύμες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Θύμη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θύ‐μη
- ομόηχο: Θύμι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Θύμη θηλυκό
- (παρωχημένο) οικισμός της Εύβοιας, άλλη μορφή του Θύμι[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Θύμη
→ δείτε τη λέξη Θύμι |
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)