Καπνικαρέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καπνικαρέα | οι | Καπνικαρέες |
γενική | της | Καπνικαρέας | — | |
αιτιατική | την | Καπνικαρέα | τις | Καπνικαρέες |
κλητική | Καπνικαρέα | Καπνικαρέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καπνικαρέα < μεσαιωνική ελληνική Καπνικαρέα < μεσαιωνική ελληνική καπνικαρέα < μεσαιωνική ελληνική καπνικάριος ή καπνικάρης[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.pni.kaˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐πνι‐κα‐ρέ‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καπνικαρέα θηλυκό
- βυζαντινός ναός της Αθήνας
- ※ Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἔφιππος χωροφύλαξ διήρχετο δρομαίως διὰ τῆς Αἰολικῆς ὁδοῦ· φθάσας δὲ εἰς τὸ καφεπωλεῖον τῆς ὡραίας Ἑλλάδος, ἔστρεψε πρὸς τὴν Καπνικαρέαν, καὶ διελθὼν διὰ τῆς Ἑρμαϊκῆς ὁδοῦ, ἔστη ἐμπρὸς τοῦ φρουραρχείου. (Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο Αρειάδης, 1848)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Καπνικαρέα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ναοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Ναοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)