Καππαδόκισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καππαδόκισσα οι Καππαδόκισσες
      γενική της Καππαδόκισσας των Καππαδοκισσών
    αιτιατική την Καππαδόκισσα τις Καππαδόκισσες
     κλητική Καππαδόκισσα Καππαδόκισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καππαδόκισσα < Καππαδόκ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.paˈðo.ci.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καπ‐πα‐δό‐κισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καππαδόκισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καππαδόκης

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καππαδοκία