Καρίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καρίτσα οι Καρίτσες
      γενική της Καρίτσας
    αιτιατική την Καρίτσα τις Καρίτσες
     κλητική Καρίτσα Καρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρίτσα < καρ(υά) + -ίτσα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈɾi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρίτσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]