Καρδάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρδάρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καρδάρα οι Καρδάρες
      γενική της Καρδάρας των Καρδαρών
    αιτιατική την Καρδάρα τις Καρδάρες
     κλητική Καρδάρα Καρδάρες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρδάρα < καρδάρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾˈða.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐δά‐ρα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρδάρα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 16 Α, 19 Φεβρουαρίου 1960 (λήψη αρχείου PDF)