Κλαυδιούπολις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κλαυδιούπολῐς αἱ Κλαυδιουπόλεις
      γενική τῆς Κλαυδιουπόλεως τῶν Κλαυδιουπόλεων
      δοτική τῇ Κλαυδιουπόλει ταῖς Κλαυδιουπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Κλαυδιούπολῐν τὰς Κλαυδιουπόλεις
     κλητική ! Κλαυδιούπολῐ Κλαυδιουπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κλαυδιουπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Κλαυδιουπολέοιν
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κλαυδιούπολις < Κλαύδιος, γενική ενικού Κλαυδίου + -πολις

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κλαυδιούπολις θηλυκό