Κλιμάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κλιμάκι τα Κλιμάκια
      γενική του Κλιμακίου των Κλιμακίων
    αιτιατική το Κλιμάκι τα Κλιμάκια
     κλητική Κλιμάκι Κλιμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κλιμάκι < κλίμακα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kliˈma.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλι‐μά‐κι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κλιμάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κλιμάκι - Τοπωνυμικό, historicalcrete.ims.forth.gr