Κορσικανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κορσικανή < Κορσικαν(ός) + -ή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koɾ.si.kaˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κορ‐σι‐κανή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κορσικανή θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κορσικανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορσικανός