Κουρβίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κουρβίνο τα Κουρβίνα
      γενική του Κουρβίνου των Κουρβίνων
    αιτιατική το Κουρβίνο τα Κουρβίνα
     κλητική Κουρβίνο Κουρβίνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κουρβίνο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuɾˈvi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κουρ‐βί‐νο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κουρβίνο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)