Κρυονερίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρυονερίτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κρυονερίτισσα οι Κρυονερίτισσες
      γενική της Κρυονερίτισσας των Κρυονεριτισσών
    αιτιατική την Κρυονερίτισσα τις Κρυονερίτισσες
     κλητική Κρυονερίτισσα Κρυονερίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κρυονερίτισσα < Κρυονερίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾi.o.neˈɾi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρυ‐ο‐νε‐ρί‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρυονερίτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κρυονερίτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Ζάκυνθο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κρυονερίτης