Κόμιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κόμιτο | τα | Κόμιτα |
γενική | του | Κομίτου & Κόμιτου |
των | Κομίτων |
αιτιατική | το | Κόμιτο | τα | Κόμιτα |
κλητική | Κόμιτο | Κόμιτα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κόμιτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.mi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐μι‐το
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κόμιτο ουδέτερο
- χωριό της Εύβοιας, άλλη γραφή του Κόμητο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κόμιτο
→ δείτε τη λέξη Κόμητο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)