Μέρσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέρσα | οι | Μέρσες |
γενική | της | Μέρσας | — | |
αιτιατική | τη | Μέρσα | τις | Μέρσες |
κλητική | Μέρσα | Μέρσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Μέρσα < Μυρσίνη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μέρσα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μέρσα
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Μέρσα < μεταγραφή για την αμχαρική መርሳ (Märsa)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέρσα | ||
γενική | της | Μέρσας | ||
αιτιατική | τη | Μέρσα | ||
κλητική | Μέρσα | |||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μέρσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι από τα αμχαρικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Αιθιοπίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αιθιοπίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)