Μαγδεβούργο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μαγδεβούργο | τα | Μαγδεβούργα |
γενική | του | Μαγδεβούργου | των | Μαγδεβούργων |
αιτιατική | το | Μαγδεβούργο | τα | Μαγδεβούργα |
κλητική | Μαγδεβούργο | Μαγδεβούργα | ||
Συνήθως στον ενικό/ | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μαγδεβούργο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Magdeburg + -ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μαγδεβούργο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)