Μαριαλένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαριαλένα | οι | Μαριαλένες |
γενική | της | Μαριαλένας | — | |
αιτιατική | τη | Μαριαλένα | τις | Μαριαλένες |
κλητική | Μαριαλένα | Μαριαλένες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαριαλένα < Μαρία + Λένα (ή συμφυρμός των Μαρία + Ελένη)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαριαλένα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Μαιρηελένη (σπάνιο, ξενικής προέλευσης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μαριαλένα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Συμφυρμοί (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -λένα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)