Μαυρόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μαυρόπουλο τα Μαυρόπουλα
      γενική του Μαυρόπουλου
Μαυροπούλου
των Μαυρόπουλων
Μαυροπούλων
    αιτιατική το Μαυρόπουλο τα Μαυρόπουλα
     κλητική Μαυρόπουλο Μαυρόπουλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μαυρόπουλο < μεταπλασμός από το επώνυμο Μαυρόπουλος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈvɾo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαυ‐ρό‐που‐λο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μαυρόπουλο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Οικονόμου, Κώστας Ευ. (2002). Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων: γλωσσολογική εξέταση. Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. , σ. 188

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Μαυρόπουλο αρσενικό