Μουρσαλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μουρσαλί
      γενική του Μουρσαλιού
    αιτιατική το Μουρσαλί
     κλητική Μουρσαλί
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μουρσαλί < τουρκική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muɾ.saˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μουρ‐σα‐λί

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μουρσαλί ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. χωριό της Τουρκίας κοντά στο Αϊδίνιο
  2. Νέο Μουρσαλί: χωριό της Εύβοιας, πρώην ονομασία του Ταξιάρχη[1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954