Μπαρμπαρέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μπαρμπαρέζος < Μπαρμπαρ(ιά) + -έζος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /baɾ.baˈɾe.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπαρ‐μπα‐ρέ‐ζος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μπαρμπαρέζος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος της Μπαρμπαριάς
- ※ Κατά τον 16ο αιώνα με την εδραίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές έσπευσαν να προσέλθουν στην υπηρεσία του σουλτάνου. Ο επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο εξωμότης Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα (1466-1546), χάρη στον οποίον ο οθωμανικός στόλος κατόρθωσε να αποκτήσει συντριπτική υπεροπλία στην ανατολική Μεσόγειο.
- Γιώργος Ι. Μουστάκης (2015). Η ίδρυση της Πρέβεζας και επιδρομές στην ευρύτερη περιοχή. Πρεβεζάνικα Χρονικά, (51-52), 95–118.
- ※ Κατά τον 16ο αιώνα με την εδραίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές έσπευσαν να προσέλθουν στην υπηρεσία του σουλτάνου. Ο επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο εξωμότης Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα (1466-1546), χάρη στον οποίον ο οθωμανικός στόλος κατόρθωσε να αποκτήσει συντριπτική υπεροπλία στην ανατολική Μεσόγειο.
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μπαρμπαρέζου)
Μεταγραφές για το επώνυμο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μπαρμπαρέζικος
- → και δείτε τη λέξη Μπαρμπαριά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μπαρμπαρέζος
→ δείτε τη λέξη Βέρβερος |
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έζος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)