Μπούγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπουγά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπούγα οι Μπούγες
      γενική της Μπούγας των Μπουγών
    αιτιατική την Μπούγα τις Μπούγες
     κλητική Μπούγα Μπούγες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μπούγα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbu.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπού‐γα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μπούγα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]