Μπύθουλας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μπύθουλας | οι | Μπύθουλες |
γενική | του | Μπύθουλα | — | |
αιτιατική | τον | Μπύθουλα | τους | Μπύθουλες |
κλητική | Μπύθουλα | Μπύθουλες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μπύθουλας < Μπούθουλας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈbi.θu.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπύ‐θου‐λας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μπύθουλας αρσενικό
- άλλη μορφή του Μπούθουλας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)