Μυκήνες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Μυκήνες | ||
γενική | των | Μυκηνών | ||
αιτιατική | τις | Μυκήνες | ||
κλητική | Μυκήνες | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μυκήνες < αρχαία ελληνική Μυκῆναι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miˈci.nes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μυ‐κή‐νες
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μυκήνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πεδινό χωριό της Ελλάδας στον νομό Αργολίδας
- ≈ συνώνυμα: (παρωχημένο) Χαρβάτι
- (αρχαιολογία, ιστορία) αρχαία πόλη και αρχαιολογικός τόπος της Ελλάδας στην Αργολίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μυκήνες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)