Μόνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μόνικα | οι | Μόνικες |
γενική | της | Μόνικας | — | |
αιτιατική | τη | Μόνικα | τις | Μόνικες |
κλητική | Μόνικα | Μόνικες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μόνικα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μόνικα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μόνικα