Ολδεμβούργο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ολδεμβούργο | τα | Ολδεμβούργα |
γενική | του | Ολδεμβούργου | των | Ολδεμβούργων |
αιτιατική | το | Ολδεμβούργο | τα | Ολδεμβούργα |
κλητική | Ολδεμβούργο | Ολδεμβούργα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ολδεμβούργο < προσαρμοσμένο άμεσο δάνειο από τη γερμανική Oldenburg στο ελληνικό κλιτικό σύστημα + κατάληξη -ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ολδεμβούργο ουδέτερο
- άλλη μορφή του Όλντενμπουργκ, πόλη της Γερμανίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - τοπωνύμια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)