Πάντειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πάντειο, Πάντος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πάντειος οι Πάντειοι
      γενική της Παντείου των Παντείων
    αιτιατική την Πάντειο τις Παντείους
     κλητική Πάντειε Πάντειοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πάντειος < από το επώνυμο του δωρητή Πάντ(ος) + -ειος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpan.di.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πά‐ντει‐ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πάντειος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη Πάντος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]