Πενταγιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πενταγιώτισσα οι Πενταγιώτισσες
      γενική της Πενταγιώτισσας των Πενταγιωτισσών
    αιτιατική την Πενταγιώτισσα τις Πενταγιώτισσες
     κλητική Πενταγιώτισσα Πενταγιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πενταγιώτισσα < Πενταγιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pen.daˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ντα‐γιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πενταγιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πενταγιώτης
  2. προσωνυμία Ελληνίδας καλλονής του 19ου αιώνα, γνωστή για την ομορφιά της και τα σκάνδαλα που προκαλούσε
    ※  Ω Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα; / πες μου, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα / και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου / ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσ’ εμπρός μου;
    Κωστής Παλαμάς, Μαρία η Πενταγιώτισσα, [μέσω του greek-language.gr]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πενταγιώτης